Αρχαία κείμενα

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 1, Προοίμιο

«Ἡροδότου Ἁλικαρνησσέος ἱστορίης ἀπόδεξις ἥδε, ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται, μήτε ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά, τὰ μὲν Ἕλλησι, τὰ δὲ βαρβάροισι ἀποδεχθέντα, ἀκλέα γένηται τά τε ἄλλα καὶ δι’ ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν ἀλλήλοισι».

«‘Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό εκθέτει εδώ τις έρευνές του, για να μη ξεθωριάσει με τα χρόνια ό,τι έγινε από τους ανθρώπους, μήτε έργα μεγάλα και θαυμαστά, πραγματοποιημένα άλλα από τους Έλληνες και άλλα από τους βαρβάρους, να σβήσουν άδοξα ιδιαίτερα γίνεται λόγος για την αιτία που αυτοί πολέμησαν μεταξύ τους».

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, μτφρ. Μαρωνίτης Δ., 1964.

Η Μάχη του Μαραθώνα

Σιμωνίδης ο Κείος, Επίγραμμα

«Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν».

«Υπέρ των Ελλήνων οι Αθηναίοι μαχόμενοι στον Μαραθώνα συνέτριψαν τη δύναμη των χρυσοφόρων Μήδων».

Σιμωνίδης ο Κείος, Επίγραμμα, μτφρ. Στεφανόπουλος Θ.Κ., χ.χ.

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 6

[6.109.1-3] «τοῖσι δὲ Ἀθηναίων στρατηγοῖσι ἐγίνοντο δίχα αἱ γνῶμαι, τῶν μὲν οὐκ ἐώντων συμβαλεῖν (ὀλίγους γὰρ εἶναι στρατιῇ τῇ Μήδων συμβαλεῖν), τῶν δὲ καὶ Μιλτιάδεω κελευόντων. ὡς δὲ δίχα τε ἐγίνοντο καὶ ἐνίκα ἡ χείρων τῶν γνωμέων, ἐνθαῦτα, ἦν γὰρ ἑνδέκατος ψηφιδοφόρος ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν Ἀθηναίων πολεμαρχέειν (τὸ παλαιὸν γὰρ Ἀθηναῖοι ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῦντο τοῖσι στρατηγοῖσι), ἦν δὲ τότε πολέμαρχος Καλλίμαχος Ἀφιδναῖος, πρὸς τοῦτον ἐλθὼν Μιλτιάδης ἔλεγε τάδε· Ἐν σοὶ νῦν, Καλλίμαχε, ἐστὶ ἢ καταδουλῶσαι Ἀθήνας ἢ ἐλευθέρας ποιήσαντα μνημόσυνον λιπέσθαι ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων βίον οἷον οὐδὲ Ἁρμόδιός τε καὶ Ἀριστογείτων [λείπουσι]. νῦν γὰρ δή, ἐξ οὗ ἐγένοντο Ἀθηναῖοι, ἐς κίνδυνον ἥκουσι μέγιστον, καὶ ἢν μέν γε ὑποκύψωσι τοῖσι Μήδοισι, δέδεκται τὰ πείσονται παραδεδομένοι Ἱππίῃ, ἢν δὲ περιγένηται αὕτη ἡ πόλις, οἵη τέ ἐστι πρώτη τῶν Ἑλληνίδων πολίων γενέσθαι...»
[6.110.1] «ταῦτα λέγων ὁ Μιλτιάδης προσκτᾶται τὸν Καλλίμαχον· προσγενομένης δὲ τοῦ πολεμάρχου τῆς γνώμης ἐκεκύρωτο συμβάλλειν».

[6.109.1-3] «Αλλά οι γνώμες των Αθηναίων στρατηγών μοιράστηκαν στα δυο· ορισμένοι δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους να δοθεί μάχη (γιατί, έλεγαν, ήταν λίγοι για να δώσουν μάχη με το στρατό των Περσών), ενώ οι άλλοι και ο Μιλτιάδης επέμεναν να δοθεί. Μοιράζονταν λοιπόν οι γνώμες και πλειοψηφούσε η χειρότερη· αλλά, επειδή κι ένας ενδέκατος είχε δικαίωμα ψήφου, αυτός που έπαιρνε με κλήρο το αξίωμα του πολεμάρχου των Αθηναίων (γιατί τον παλιό καιρό οι Αθηναίοι έδιναν στον πολέμαρχο ψήφο που είχε το ίδιο βάρος με την ψήφο των στρατηγών), ο Μιλτιάδης πήγε και βρήκε τον Καλλίμαχο από τις Αφίδνες, που ήταν τότε πολέμαρχος, και του μίλησε έτσι: «Καλλίμαχε, τώρα στα χέρια σου είναι ή να ρίξεις στη σκλαβιά την Αθήνα ή να την κάνεις ελεύθερη και να μείνει τ’ όνομά σου όσο θα υπάρχουν άνθρωποι, πιο δοξασμένο απ’ του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος. Γιατί, βλέπεις, τώρα η Αθήνα διατρέχει τον πιο μεγάλο κίνδυνο απ‘ τον καιρό της ίδρυσής της, κι αν μπει κάτω απ’ το ζυγό των Μήδων, όλος ο κόσμος ξέρει τί θα πάθει στα χέρια του Ιππία, αν όμως η πόλη αυτή σωθεί, μπορεί ν’ αναδειχτεί η πρώτη απ’ τις ελληνικές πόλεις...» [6.110.1] «Μ’ αυτά τα λόγια ο Μιλτιάδης προσεταιρίζεται τον Καλλίμαχο· και με την προσθήκη της γνώμης του πολεμάρχου πάρθηκε η τελική απόφαση, να δώσουν μάχη».

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, μτφρ. Σπυρόπουλος Η., 1993.

Η Μάχη των Θερμοπυλών

Σιμωνίδης ο Κείος, Επίγραμμα

«Ὦ ξεῖν᾿, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε // κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι».

«Διαβάτη, μήνυμα να πας στους Λακεδαιμόνιους:
σ' αυτήν εδώ τη γη πέσαμε και κειτόμαστε στο νόμο τους πιστοί».

Σιμωνίδης ο Κείος, Επίγραμμα, μτφρ. Σπυρόπουλος Η., χ.χ.

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 6

[6.109.1-3] «τοῖσι δὲ Ἀθηναίων στρατηγοῖσι ἐγίνοντο δίχα αἱ γνῶμαι, τῶν μὲν οὐκ ἐώντων συμβαλεῖν (ὀλίγους γὰρ εἶναι στρατιῇ τῇ Μήδων συμβαλεῖν), τῶν δὲ καὶ Μιλτιάδεω κελευόντων. ὡς δὲ δίχα τε ἐγίνοντο καὶ ἐνίκα ἡ χείρων τῶν γνωμέων, ἐνθαῦτα, ἦν γὰρ ἑνδέκατος ψηφιδοφόρος ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν Ἀθηναίων πολεμαρχέειν (τὸ παλαιὸν γὰρ Ἀθηναῖοι ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῦντο τοῖσι στρατηγοῖσι), ἦν δὲ τότε πολέμαρχος Καλλίμαχος Ἀφιδναῖος, πρὸς τοῦτον ἐλθὼν Μιλτιάδης ἔλεγε τάδε· Ἐν σοὶ νῦν, Καλλίμαχε, ἐστὶ ἢ καταδουλῶσαι Ἀθήνας ἢ ἐλευθέρας ποιήσαντα μνημόσυνον λιπέσθαι ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων βίον οἷον οὐδὲ Ἁρμόδιός τε καὶ Ἀριστογείτων [λείπουσι]. νῦν γὰρ δή, ἐξ οὗ ἐγένοντο Ἀθηναῖοι, ἐς κίνδυνον ἥκουσι μέγιστον, καὶ ἢν μέν γε ὑποκύψωσι τοῖσι Μήδοισι, δέδεκται τὰ πείσονται παραδεδομένοι Ἱππίῃ, ἢν δὲ περιγένηται αὕτη ἡ πόλις, οἵη τέ ἐστι πρώτη τῶν Ἑλληνίδων πολίων γενέσθαι...»
[6.110.1] «ταῦτα λέγων ὁ Μιλτιάδης προσκτᾶται τὸν Καλλίμαχον· προσγενομένης δὲ τοῦ πολεμάρχου τῆς γνώμης ἐκεκύρωτο συμβάλλειν».

[6.109.1-3] «Αλλά οι γνώμες των Αθηναίων στρατηγών μοιράστηκαν στα δυο· ορισμένοι δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους να δοθεί μάχη (γιατί, έλεγαν, ήταν λίγοι για να δώσουν μάχη με το στρατό των Περσών), ενώ οι άλλοι και ο Μιλτιάδης επέμεναν να δοθεί. Μοιράζονταν λοιπόν οι γνώμες και πλειοψηφούσε η χειρότερη· αλλά, επειδή κι ένας ενδέκατος είχε δικαίωμα ψήφου, αυτός που έπαιρνε με κλήρο το αξίωμα του πολεμάρχου των Αθηναίων (γιατί τον παλιό καιρό οι Αθηναίοι έδιναν στον πολέμαρχο ψήφο που είχε το ίδιο βάρος με την ψήφο των στρατηγών), ο Μιλτιάδης πήγε και βρήκε τον Καλλίμαχο από τις Αφίδνες, που ήταν τότε πολέμαρχος, και του μίλησε έτσι: «Καλλίμαχε, τώρα στα χέρια σου είναι ή να ρίξεις στη σκλαβιά την Αθήνα ή να την κάνεις ελεύθερη και να μείνει τ’ όνομά σου όσο θα υπάρχουν άνθρωποι, πιο δοξασμένο απ’ του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος. Γιατί, βλέπεις, τώρα η Αθήνα διατρέχει τον πιο μεγάλο κίνδυνο απ‘ τον καιρό της ίδρυσής της, κι αν μπει κάτω απ’ το ζυγό των Μήδων, όλος ο κόσμος ξέρει τί θα πάθει στα χέρια του Ιππία, αν όμως η πόλη αυτή σωθεί, μπορεί ν’ αναδειχτεί η πρώτη απ’ τις ελληνικές πόλεις...» [6.110.1] «Μ’ αυτά τα λόγια ο Μιλτιάδης προσεταιρίζεται τον Καλλίμαχο· και με την προσθήκη της γνώμης του πολεμάρχου πάρθηκε η τελική απόφαση, να δώσουν μάχη».

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, μτφρ. Σπυρόπουλος Η., 1993.

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 7

[7.209.1-5] «ἀκούων δὲ Ξέρξης οὐκ εἶχε συμβαλέσθαι τὸ ἐόν, ὅτι παρεσκευάζοντο ὡς ἀπολεόμενοί τε καὶ ἀπολέοντες κατὰ δύναμιν· ἀλλ᾽ αὐτῷ γελοῖα γὰρ ἐφαίνοντο ποιέειν, μετεπέμψατο Δημάρητον τὸν Ἀρίστωνος, ἐόντα ἐν τῷ στρατοπέδῳ. ἀπικόμενον δέ μιν εἰρώτα Ξέρξης ἕκαστα τούτων, ἐθέλων μαθεῖν τὸ ποιεύμενον πρὸς τῶν Λακεδαιμονίων. ὁ δὲ εἶπε· Ἤκουσας μὲν καὶ πρότερόν μευ, εὖτε ὁρμῶμεν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, περὶ τῶν ἀνδρῶν τούτων· ἀκούσας δὲ γέλωτά με ἔθευ λέγοντα τῇ περ ὥρων ἐκβησόμενα πρήγματα ταῦτα. ἐμοὶ γὰρ τὴν ἀληθείην ἀσκέειν ἀντία σεῦ, ὦ βασιλεῦ, ἀγὼν μέγιστός ἐστι. ἄκουσον δὲ καὶ νῦν. οἱ ἄνδρες οὗτοι ἀπίκαται μαχησόμενοι ἡμῖν περὶ τῆς ἐσόδου καὶ ταῦτα παρασκευάζονται. νόμος γάρ σφι οὕτω ἔχων ἐστί· ἐπεὰν μέλλωσι κινδυνεύειν τῇ ψυχῇ, τότε τὰς κεφαλὰς κοσμέονται. ἐπίστασο δέ· εἰ τούτους τε καὶ τὸ ὑπομένον ἐν Σπάρτῃ καταστρέψεαι, ἔστι οὐδὲν ἄλλο ἔθνος ἀνθρώπων τὸ σέ, βασιλεῦ, ὑπομενέει χεῖρας ἀνταειρόμενον· νῦν γὰρ πρὸς βασιληίην τε καλλίστην τῶν ἐν Ἕλλησι προσφέρεαι καὶ ἄνδρας ἀρίστους. κάρτα τε δὴ Ξέρξῃ ἄπιστα ἐφαίνετο τὰ λεγόμενα [εἶναι] καὶ δεύτερα ἐπειρώτα ὅντινα τρόπον τοσοῦτοι ἐόντες τῇ ἑωυτοῦ στρατιῇ μαχήσονται. ὁ δὲ εἶπε· Ὦ βασιλεῦ, ἐμοὶ χρᾶσθαι ὡς ἀνδρὶ ψεύστῃ, ἢν μὴ ταῦτά τοι ταύτῃ ἐκβῇ τῇ ἐγὼ λέγω. ταῦτα λέγων οὐκ ἔπειθε τὸν Ξέρξην».

[7.209.1-5] «Ακούοντάς τον ο Ξέρξης δεν μπορούσε να καταλάβει τί πραγματικά συνέβαινε, δηλαδή πως αυτοί ετοιμάζονταν να σκοτωθούν και να σκοτώσουν όσο πιο πολλούς μπορούσαν· αλλά, επειδή αυτά που έκαναν του φαίνονταν γελοία, κάλεσε τον Δημάρατο, το γιο του Αρίστωνος, που βρισκόταν στο στρατόπεδο. Κι όταν έφτασε, τον ρωτούσε τα καθέκαστα, θέλοντας να καταλάβει αυτό που έκαναν οι Λακεδαιμόνιοι. Κι εκείνος αποκρίθηκε: "Μ᾽ άκουσες και την προηγούμενη φορά, όταν μπαίναμε στο δρόμο για την Ελλάδα, να σου μιλώ γι᾽ αυτούς τους άντρες· κι όταν μ᾽ άκουσες, γέλασες με μένα που έλεγα ποιά έκβαση έβλεπα πως θα έχουν αυτές οι επιχειρήσεις. Γιατί για μένα, βασιλιά μου, ο πιο μεγάλος αγώνας είναι να σου παρουσιάζω την αλήθεια. Άκουσέ με λοιπόν και τώρα. Οι άντρες αυτοί ήρθαν για να δώσουν μάχη με μας για το πέρασμα του στενού και γι᾽ αυτό προετοιμάζονται. Γιατί έχουν τον ακόλουθο νόμο: όταν είναι να δώσουν μάχη για ζωή ή θάνατο, τότε στολίζουν το κεφάλι τους. Και βάλε το καλά στο νου σου· αν υποδουλώσεις αυτούς εδώ και τους άλλους που έχουν μείνει στη Σπάρτη, δεν υπάρχει κανένα άλλο έθνος στον κόσμο που θα τολμήσει να σηκώσει χέρι εναντίον σου· γιατί τώρα πας να χτυπηθείς με τον πρώτο και καλύτερο βασιλιά των Ελλήνων και τους άντρες με την ανώτερη πολεμική αρετή". Τα λόγια αυτά φάνηκαν πέρα για πέρα απίστευτα στον Ξέρξη κι έκανε μια δεύτερη ερώτηση: πώς είναι δυνατό, την ώρα που είναι τόσο λίγοι, να δώσουν μάχη με τη στρατιά του. Κι ο άλλος αποκρίθηκε: "Βασιλιά μου, να μ᾽ έχεις για ψεύτη, αν τα πράματα δεν ακολουθήσουν το δρόμο που λέω εγώ». Με τα λόγια του αυτά δεν έπειθε τον Ξέρξη"».

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, μτφρ. Σπυρόπουλος Η., 1993.

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο7

[7.226.1-2] «Λακεδαιμονίων δὲ καὶ Θεσπιέων τοιούτων γενομένων ὅμως λέγεται ἀνὴρ ἄριστος γενέσθαι Σπαρτιήτης Διηνέκης· τὸν τόδε φασὶ εἰπεῖν τὸ ἔπος πρὶν ἢ συμμεῖξαί σφεας τοῖσι Μήδοισι, πυθόμενον πρός τευ τῶν Τρηχινίων ὡς ἐπεὰν οἱ βάρβαροι ἀπίωσι τὰ τοξεύματα, τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀϊστῶν ἀποκρύπτουσι· τοσοῦτο πλῆθος αὐτῶν εἶναι· τὸν δὲ οὐκ ἐκπλαγέντα τούτοισι εἰπεῖν, ἐν ἀλογίῃ ποιεύμενον τὸ τῶν Μήδων πλῆθος, ὡς πάντα σφι ἀγαθὰ ὁ Τρηχίνιος ξεῖνος ἀγγέλλοι, εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ. ταῦτα μὲν καὶ ἄλλα τοιουτότροπα ἔπεά φασι Διηνέκεα τὸν Λακεδαιμόνιον λιπέσθαι μνημόσυνα».

[7.226.1-2] «Τέτοιοι άντρες αναδείχτηκαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Θεσπιείς, αλλά λέγεται πως ανάμεσά τους πιο λαμπρό παλικάρι αναδείχτηκε ο Σπαρτιάτης Διηνέκης· λένε μάλιστα πως, προτού έρθουν στα χέρια με τους Μήδους, είπε την ακόλουθη φράση, ακούοντας από κάποιον Τραχίνιο πως, όταν οι βάρβαροι ρίχνουν με τα τόξα τους, τα αμέτρητα βέλη τους κρύβουν τον ήλιο· τόσο μεγάλο είναι το πλήθος τους· κι ετούτος δεν έδειξε να ταράζεται απ᾽ αυτό κι είπε, περιφρονώντας το πλήθος των Μήδων, ότι τα νέα που τους έφερνε ο ξένος απ᾽ την Τραχίνα ήταν όλα ευχάριστα γι᾽ αυτούς, αφού με τους Μήδους να κρύβουν τον ήλιο θα δοθεί η μάχη εναντίον τους στη σκιά κι όχι κάτω από τον ήλιο. Λένε λοιπόν ότι αυτήν κι άλλες παρόμοιες φράσεις άφησε για να τον θυμούνται οι άνθρωποι ο Διηνέκης».

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, μτφρ. Σπυρόπουλος Η., 1993.

Οπλισμός

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 7

[7.61.1] Οἱ δὲ στρατευόμενοι οἵδε ἦσαν, Πέρσαι μὲν ὧδε ἐσκευασμένοι· περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας καλεομένους, πίλους ἀπαγέας, περὶ δὲ τὸ σῶμα κιθῶνας χειριδωτοὺς ποικίλους, ... λεπίδος σιδηρέης ὄψιν ἰχθυοειδέος, περὶ δὲ τὰ σκέλεα ἀναξυρίδας, ἀντὶ δὲ ἀσπίδων γέρρα· ὑπὸ δὲ φαρετρεῶνες ἐκρέμαντο· αἰχμὰς δὲ βραχέας εἶχον, τόξα δὲ μεγάλα, ὀϊστοὺς δὲ καλαμίνους, πρὸς δὲ ἐγχειρίδια παρὰ τὸν δεξιὸν μηρὸν παραιωρεύμενα ἐκ τῆς ζώνης».

[7.61.1] Τα έθνη που πήραν μέρος στην εκστρατεία ήταν τα εξής: οι Πέρσες, με την ακόλουθη εξάρτυση: στο κεφάλι φορούσαν τις λεγόμενες τιάρες (σκουφιά μαλακά), κι ήταν ντυμένοι με χιτώνες πολύχρωμους, με μεγάλα μανίκια, και με θώρακες από σιδερένια λέπια, σαν ψαριού, και γύρω απ᾽ τα σκέλια τους αναξυρίδες· κι είχαν, αντί γι᾽ ασπίδες, τα γέρρα, που από το κάτω μέρος τους κρέμονταν οι φαρέτρες· κι είχαν δόρατα κοντά, αλλά τα τόξα τους ήταν μεγάλα και τα βέλη τους από καλάμι· κι ακόμα είχαν κοντομάχαιρα κρεμασμένα απ᾽ τη ζώνη τους δίπλα στο δεξί μερί.

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, μτφρ. Σπυρόπουλος Η., 1993.

Αισχύλος, Πέρσες

[239- 240] ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ: «πότερα γὰρ τοξουλκὸς αἰχμὴ διὰ χεροῖν αὐτοῖς πρέπει;»
ΧΟΡΟΣ: «οὐδαμῶς· ἔγχη σταδαῖα καὶ φεράσπιδες σαγαί.»

[239- 240] ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ: «Λες τοξόρριχτες σαΐτες να κρατούν στα χέρια αυτοί;» ΧΟΡΟΣ: «Όχι· μα όπλα χερομάχα κι ασπιδόσκεπες στολές».

Αισχύλος, Πέρσες, μτφρ. Μουλλάς Π., 2009.

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο7

[7.226.1-2] «Λακεδαιμονίων δὲ καὶ Θεσπιέων τοιούτων γενομένων ὅμως λέγεται ἀνὴρ ἄριστος γενέσθαι Σπαρτιήτης Διηνέκης· τὸν τόδε φασὶ εἰπεῖν τὸ ἔπος πρὶν ἢ συμμεῖξαί σφεας τοῖσι Μήδοισι, πυθόμενον πρός τευ τῶν Τρηχινίων ὡς ἐπεὰν οἱ βάρβαροι ἀπίωσι τὰ τοξεύματα, τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀϊστῶν ἀποκρύπτουσι· τοσοῦτο πλῆθος αὐτῶν εἶναι· τὸν δὲ οὐκ ἐκπλαγέντα τούτοισι εἰπεῖν, ἐν ἀλογίῃ ποιεύμενον τὸ τῶν Μήδων πλῆθος, ὡς πάντα σφι ἀγαθὰ ὁ Τρηχίνιος ξεῖνος ἀγγέλλοι, εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ. ταῦτα μὲν καὶ ἄλλα τοιουτότροπα ἔπεά φασι Διηνέκεα τὸν Λακεδαιμόνιον λιπέσθαι μνημόσυνα».

[7.226.1-2] «Τέτοιοι άντρες αναδείχτηκαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Θεσπιείς, αλλά λέγεται πως ανάμεσά τους πιο λαμπρό παλικάρι αναδείχτηκε ο Σπαρτιάτης Διηνέκης· λένε μάλιστα πως, προτού έρθουν στα χέρια με τους Μήδους, είπε την ακόλουθη φράση, ακούοντας από κάποιον Τραχίνιο πως, όταν οι βάρβαροι ρίχνουν με τα τόξα τους, τα αμέτρητα βέλη τους κρύβουν τον ήλιο· τόσο μεγάλο είναι το πλήθος τους· κι ετούτος δεν έδειξε να ταράζεται απ᾽ αυτό κι είπε, περιφρονώντας το πλήθος των Μήδων, ότι τα νέα που τους έφερνε ο ξένος απ᾽ την Τραχίνα ήταν όλα ευχάριστα γι᾽ αυτούς, αφού με τους Μήδους να κρύβουν τον ήλιο θα δοθεί η μάχη εναντίον τους στη σκιά κι όχι κάτω από τον ήλιο. Λένε λοιπόν ότι αυτήν κι άλλες παρόμοιες φράσεις άφησε για να τον θυμούνται οι άνθρωποι ο Διηνέκης».

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, μτφρ. Σπυρόπουλος Η., 1993.

Η Γέννηση της Ναυτικής Δύναμης

Αισχύλος, Πέρσες

[237-238] ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ: «Πλοῦτος ἐξαρκὴς δόμοις;»
ΧΟΡΟΣ: «ἀργύρου πηγή τις αὐτοῖς ἐστι, θησαυρὸς χθονός».

[237-238] ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ: «Μην έχουν άφθονο στα σπίτια βιος;” ΧΟΡΟΣ: “Μια ασημόφλεβα στα σπλάχνα της γης έχουν θησαυρό».

Αισχύλος, Πέρσες, μτφρ. Γρυπάρης Ι.Ν., 1930.

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής

[4.1] «Καὶ πρῶτον μὲν τὴν Λαυρεωτικὴν πρόσοδον ἀπὸ τῶν ἀργυρείων μετάλλων ἔθος ἐχόντων Ἀθηναίων διανέμεσθαι, μόνος εἰπεῖν ἐτόλμησε παρελθὼν εἰς τὸν δῆμον, ὡς χρὴ τὴν διανομὴν ἐάσαντας ἐκ τῶν χρημάτων τούτων κατασκευάσασθαι τριήρεις ἐπὶ τὸν πρὸς Αἰγινήτας πόλεμον».

[4.1] «Και πρώτα πρώτα, ενώ οι Αθηναίοι είχαν τη συνήθεια να μοιράζονται μεταξύ τους την πρόσοδο από τα αργυρωρυχεία του Λαυρίου, μόνος ο Θεμιστοκλής τόλμησε να παρουσιαστεί στην εκκλησία του δήμου και να πει, ότι πρέπει να αφήσουν τη διανομή και με τα χρήματα αυτά να κατασκευάσουν πλοία, για να τα χρησιμοποιήσουν στον πόλεμο που είχαν με τους Αιγινήτες».

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, μτφρ. Οικονόμου Μ. Χ., 1965.

Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία

[22.7] «ἔτει δὲ τρίτῳ μετὰ ταῦτα Νικοδήμου ἄρχοντος, ὡς ἐφάνη τὰ μέταλλα τὰ ἐν Μαρωνείᾳ, καὶ περιεγένετο τῇ πόλει τάλαντα ἑκατὸν ἐκ τῶν ἔργων, συμβουλευόντων τινῶν τῷ δήμῳ διανείμασθαι τὸ ἀργύριον, Θεμιστοκλῆς ἐκώλυσεν, οὐ λέγων ὅ τι χρήσεται τοῖς χρήμασιν, ἀλλὰ δανεῖσαι κελεύων τοῖς πλουσιωτάτοις Ἀθηναίων ἑκατὸν ἑκάστῳ τάλαντον, εἶτ´ ἐὰν μὲν ἀρέσκῃ τὸ ἀνάλωμα, τῆς πόλεως εἶναι τὴν δαπάνην, εἰ δὲ μή, κομίσασθαι τὰ χρήματα παρὰ τῶν δανεισαμένων. λαβὼν δ´ ἐπὶ τούτοις ἐναυπηγήσατο τριήρεις ἑκατόν, ἑκάστου ναυπηγουμένου τῶν ἑκατὸν μίαν, αἷς ἐναυμάχησαν ἐν Σαλαμῖνι πρὸς τοὺς βαρβάρους. ὠστρακίσθη δ´ ἐν τούτοις τοῖς καιροῖς Ἀριστείδης ὁ Λυσιμάχου».

[22.7] «Και τον τρίτο χρόνο μετά από αυτά, επί άρχοντος Νικοδήμου [483/482], όταν ανακαλύφθηκαν τα μεταλλεία στη Μαρώνεια και η εκμετάλλευσή τους απέφερε κέρδη εκατό ταλάντων, και ενώ ορισμένοι συμβούλευαν να διανεμηθούν τα χρήματα στο λαό, ο Θεμιστοκλής το εμπόδισε, χωρίς να διευκρινίζει πώς σκόπευε να χρησιμοποιήσει τα χρήματα, ζητώντας ωστόσο να δανείσουν από ένα τάλαντο στους εκατό πιο πλούσιους Αθηναίους· εάν τα δαπανούσαν για το σκοπό που τους φαινόταν ικανοποιητικός, τότε το ποσό θα ανήκε στην πόλη, αλλιώς θα έπαιρναν τα χρήματα πίσω από αυτούς στους οποίους τα είχαν δανείσει. Και λαμβάνοντας τα χρήματα, με αυτούς τους όρους ναυπήγησε εκατό τριήρεις (ο καθένας από τους εκατό ναυπήγησε από μία), με τις οποίες πολέμησαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας εναντίον των βαρβάρων. Εκείνον το χρόνο οστρακίστηκε ο Αριστείδης ο γιός του Λυσίμαχου».

Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, μτφρ. Μπάλλα Χ., 2015.

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής

[4.3] «ἑκατὸν γὰρ ἀπὸ τῶν χρημάτων ἐκείνων ἐποιήθησαν τριήρεις, αἷς καὶ πρὸς Ξέρξην ἐναυμάχησαν».

[4.3] «Και από τα χρήματα εκείνα κατασκευάστηκαν εκατό πολεμικά πλοία, που οι Αθηναίοι έπειτα τα χρησιμοποιήσαν για να πολεμήσουν τον Ξέρξη».

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, μτφρ. Οικονόμου Μ. Χ., 1965.

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 7

[7.144.1-3] «ἑτέρη τε Θεμιστοκλέϊ γνώμη ἔμπροσθε ταύτης ἐς καιρὸν ἠρίστευσε, ὅτε Ἀθηναίοισι γενομένων χρημάτων μεγάλων ἐν τῷ κοινῷ, τὰ ἐκ τῶν μετάλλων σφι προσῆλθε τῶν ἀπὸ Λαυρείου, ἔμελλον λάξεσθαι ὀρχηδὸν ἕκαστος δέκα δραχμάς· τότε Θεμιστοκλέης ἀνέγνωσε Ἀθηναίους τῆς διαιρέσιος ταύτης παυσαμένους νέας τούτων τῶν χρημάτων ποιήσασθαι διηκοσίας ἐς τὸν πόλεμον, τὸν πρὸς Αἰγινήτας λέγων. οὗτος γὰρ ὁ πόλεμος συστὰς ἔσωσε τότε τὴν Ἑλλάδα, ἀναγκάσας θαλασσίους γενέσθαι Ἀθηναίους. αἱ δὲ ἐς τὸ μὲν ἐποιήθησαν, οὐκ ἐχρήσθησαν, ἐς δέον δὲ οὕτω τῇ Ἑλλάδι ἐγένοντο. αὗταί τε δὴ αἱ νέες τοῖσι Ἀθηναίοισι προποιηθεῖσαι ὑπῆρχον, ἑτέρας τε ἔδεε προσναυπηγέεσθαι. ἔδοξέ τέ σφι μετὰ τὸ χρηστήριον βουλευομένοισι ἐπιόντα ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα τὸν βάρβαρον δέκεσθαι τῇσι νηυσὶ πανδημεί, τῷ θεῷ πειθομένους, ἅμα Ἑλλήνων τοῖσι βουλομένοισι».

[7.144.1-3] «Κι άλλη μια γνώμη του Θεμιστοκλή αποδείχτηκε αξιοθαύμαστη για την κρίσιμη ώρα της πόλης, όταν συγκεντρώθηκαν στο κοινό ταμείο των Αθηναίων πολλά χρήματα, έσοδα από τα μεταλλεία του Λαυρίου, κι ο καθένας τους δικαιούνταν να πάρει το μερίδιό του, δέκα δραχμές κατά κεφαλή· τότε ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να παραιτηθούν από τη διανομή και να κατασκευάσουν μ᾽ αυτά τα χρήματα διακόσια καράβια για τον πόλεμο (εννοώντας τον πόλεμο εναντίον των Αιγινητών. Γιατί με το να εμπλακούν σ᾽ αυτό τον πόλεμο σώθηκε η Ελλάδα, καθώς οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να γίνουν ναυτικοί. Τώρα, τα καράβια αυτά δε χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό, για τον οποίο ναυπηγήθηκαν, όμως μ᾽ αυτό τον τρόπο στην κρίσιμη ώρα αποδείχτηκαν χρήσιμα στην Ελλάδα. Ήταν λοιπόν διαθέσιμα τα καράβια αυτά που τα είχαν από τα πριν ναυπηγήσει οι Αθηναίοι, όμως ήταν ανάγκη να ναυπηγηθούν κι άλλα και να προστεθούν σ᾽ αυτά. Κι όταν, ύστερ᾽ από το χρησμό, συσκέφθηκαν, αποφάσισαν, ακολουθώντας το χρησμό του θεού, ν᾽ αντιμετωπίσουν με τον στόλο τον βάρβαρο που βάδιζε εναντίον τους, σύσσωμοι, μαζί μ᾽ όσους Έλληνες ήθελαν το ίδιo».

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, μτφρ. Σπυρόπουλος Η., 1993.

Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής

«....ὁ Θεμιστοκλῆς ἔφη· "πάταξον μέν, ἄκουσον δέ"».

«ο Θεμιστοκλής του λέει· "Χτύπησέ με, μα άκουσέ με!"»

[11.2-3] «Εὐρυβιάδου δὲ τὴν μὲν ἡγεμονίαν τῶν νεῶν ἔχοντος διὰ τὸ τῆς Σπάρτης ἀξίωμα, μαλακοῦ δὲ παρὰ τὸν κίνδυνον ὄντος, αἴρειν δὲ βουλομένου καὶ πλεῖν ἐπὶ τὸν Ἰσθμόν, ὅπου καὶ τὸ πεζὸν ἤθροιστο τῶν Πελοποννησίων, ὁ Θεμιστοκλῆς ἀντέλεγεν. ὅτε καὶ τὰ μνημονευόμενα λεχθῆναί φασι· τοῦ γὰρ Εὐρυβιάδου πρὸς αὐτὸν εἰπόντος· «ὦ Θεμιστόκλεις, ἐν τοῖς ἀγῶσι τοὺς προεξανισταμένους ῥαπίζουσι», «ναί» εἶπεν ὁ Θεμιστοκλῆς, «ἀλλὰ τοὺς ἀπολειφθέντας οὐ στεφανοῦσιν». ἐπαραμένου δὲ τὴν βακτηρίαν ὡς πατάξοντος, ὁ Θεμιστοκλῆς ἔφη· «πάταξον μέν, ἄκουσον δέ».

[11.2-3] «Όταν ο Ευρυβιάδης, που χάρη στο μεγάλο κύρος της Σπάρτης είχε την αρχηγία του στόλου, που ήταν όμως άνθρωπος άτολμος μπροστά στον κίνδυνο, ήθελε να ξεκινήσουν και να τραβήξουν προς τον Ισθμό, όπου είχε συγκεντρωθεί και το πεζικό των Πελοποννησίων, ο Θεμιστοκλής διατύπωσε αντίρρηση. Και τότε λένε πως ειπώθηκαν τα περίφημα εκείνα λόγια που μνημονεύονται ως σήμερα. [11.3] Δηλαδή, όταν ο Ευρυβιάδης του είπε «Θεμιστοκλή, στους αγώνες, όσους ξεκινούν πριν από την ώρα τους τους ραβδίζουν», «ναι» αποκρίθηκε ο Θεμιστοκλής, «αλλά όσους μένουν πίσω δεν τους στεφανώνουν». Και μόλις εκείνος σήκωσε το ραβδί του για να τον χτυπήσει, ο Θεμιστοκλής του λέει· «Χτύπησέ με, μα άκουσέ με!»“

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, μτφρ. Οικονόμου Μιχ. Χ., 1965.

Αισχύλος, Πέρσες

[392-405] ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ : «οὐ γὰρ ὡς φυγῇ
παιᾶν᾽ ἐφύμνουν σεμνὸν Ἕλληνες τότε,
ἀλλ᾽ ἐς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ θράσει·
σάλπιγξ δ᾽ ἀυτῇ πάντ᾽ ἐκεῖν᾽ ἐπέφλεγεν.
εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ
ἔπαισαν ἅλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος,
θοῶς δὲ πάντες ἦσαν ἐκφανεῖς ἰδεῖν.
τὸ δεξιὸν μὲν πρῶτον εὐτάκτως κέρας
ἡγεῖτο κόσμῳ, δεύτερον δ᾽ ὁ πᾶς στόλος
ἐπεξεχώρει, καὶ παρῆν ὁμοῦ κλύειν
πολλὴν βοήν· "Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ᾽, ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών"».

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ : «Γιατί δεν ήταν για φυγή ο ιερός παιάνας που έψαλλαν τότε οι Έλληνες, μα εμπρός γενναία στη μάχη για να ορμήσουν. Κι όλους, ως πέρα, η σάλπιγγα τους φλόγιζε. Κι αμέσως, με το πρόσταγμα, χτυπούν την άρμη τη βαθιά και τα κουπιά τους βυθίζουνε με κρότο και ρυθμό. Κι όλοι σε λίγο καθαρά φάνηκαν μπρος μας. Πρώτα με τάξη πήγαινε το δεξί κέρας κι ακολουθούσε όλος ο στόλος. Κι άκουγες μια δυνατή κραυγή: “Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων, ελευθερώστε την πατρίδα, ελευθερώστε τα τέκνα, τις γυναίκες, τα ιερά των πατρικών θεών, τους τάφους των προγόνων! Νυν υπέρ πάντων αγών!”».

Αισχύλος, Πέρσες, μτφρ. Μουλλάς Π, 2009.

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής

[14.3] «Δοκεῖ δ᾽ οὐχ ἧττον εὖ τὸν καιρὸν ὁ Θεμιστοκλῆς ἢ τὸν τόπον συνιδὼν καὶ φυλάξας, μὴ πρότερον ἀντιπρῴρους καταστῆσαι ταῖς βαρβαρικαῖς τὰς τριήρεις, ἢ τὴν εἰωθυῖαν ὥραν παραγενέσθαι, τὸ πνεῦμα λαμπρὸν ἐκ πελάγους αἰεὶ καὶ κῦμα διὰ τῶν στενῶν κατάγουσαν· ὃ τὰς Ἑλληνικὰς μὲν οὐκ ἔβλαπτε ναῦς, ἁλιτενεῖς οὔσας καὶ ταπεινοτέρας, τὰς δὲ βαρβαρικὰς ταῖς τε πρύμναις ἀνεστώσας καὶ τοῖς καταστρώμασιν ὑψορόφους καὶ βαρείας ἐπιφερομένας ἔσφαλλε προσπῖπτον καὶ παρεδίδου πλαγίας τοῖς Ἕλλησιν ὀξέως προσφερομένοις καὶ τῷ Θεμιστοκλεῖ προσέχουσιν ὡς ὁρῶντι μάλιστα τὸ συμφέρον·».

[14.3] «Φαίνεται πως ο Θεμιστοκλής έλαβε υπόψη του και την κατάλληλη ώρα, όχι μόνο τον κατάλληλο τόπο της μάχης· γι᾽ αυτό καιροφυλάχτησε και δεν τοποθέτησε τα ελληνικά πλοία αντιμέτωπα στα βαρβαρικά, πριν έρθει η συνηθισμένη ώρα που φυσάει πάντα από το πέλαγος σφοδρός άνεμος που περνώντας από τα στενά ξεσηκώνει τα κύματα. Ο δυνατός αυτός άνεμος τα ελληνικά πλοία δεν τα πείραζε, γιατί ήταν χαμηλά και μικρότερα, τα βαρβαρικά όμως που είχαν τις πρύμνες σηκωμένες και ψηλά τα καταστρώματα και από το βάρος τους δύσκολα μπορούσαν να κινηθούν, τα ξεμάκραινε από το δρόμο τους, όπως έπεφτε πάνω τους, και τα έφερνε στα πλευρά των Ελλήνων, που ορμούσαν με δύναμη και έστρεφαν όλη την προσοχή τους στο Θεμιστοκλή, γιατί ήξεραν ότι αυτός περισσότερο απ' όλους βλέπει ποιό είναι το συμφέρον των Ελλήνων.».

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, μτφρ. Οικονόμου Μ. Χ., 1965.

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής

[4.3] «ἑκατὸν γὰρ ἀπὸ τῶν χρημάτων ἐκείνων ἐποιήθησαν τριήρεις, αἷς καὶ πρὸς Ξέρξην ἐναυμάχησαν».

[4.3] «Και από τα χρήματα εκείνα κατασκευάστηκαν εκατό πολεμικά πλοία, που οι Αθηναίοι έπειτα τα χρησιμοποιήσαν για να πολεμήσουν τον Ξέρξη».

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, μτφρ. Οικονόμου M. Χ., 1965.

Αισχύλος, Πέρσες

[413-421] ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: «ὡς δὲ πλῆθος ἐν στενῷ νεῶν
ἤθροιστ᾽, ἀρωγὴ δ᾽ οὔτις ἀλλήλοις παρῆν,
αὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἐμβόλοις χαλκοστόμοις
παίοντ᾽, ἔθραυον πάντα κωπήρη στόλον,
Ἑλληνικαί τε νῆες οὐκ ἀφρασμόνως
κύκλῳ πέριξ ἔθεινον, ὑπτιοῦτο δὲ
σκάφη νεῶν, θάλασσα δ᾽ οὐκέτ᾽ ἦν ἰδεῖν,
ναυαγίων πλήθουσα καὶ φόνου βροτῶν,
ἀκταὶ δὲ νεκρῶν χοιράδες τ᾽ ἐπλήθυον...»

[413-421] ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: “Aλλά καθώς πλήθος καράβια γεμίζουν το στενό, βοήθεια πια οι δικοί μας δεν έχουν να προσμένουν: συγκρούονται μεταξύ τους με τα μπρούντζινά τους έμβολα, σπάνε κομμάτια τα κουπιά τους και, κλοιός γύρω μας, οι ελληνικές τριήρεις μας χτυπούν με τέχνη, γυρνούν τα σκάφη ανάσκελα κι η θάλασσα άφαντη, πήζει από τα ναυάγια και το φονικό. Στους βράχους, στις ακτές, στοίβες νεκροί».

Αισχύλος, Πέρσες, μτφρ. Μουλλάς Π, 2009.

Αισχύλος, Πέρσες

[337-344] ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: «πλήθους μὲν ἂν σάφ᾽ ἴσθ᾽ ἕκατι βάρβαρον ναυσὶν κρατῆσαι. καὶ γὰρ Ἕλλησιν μὲν ἦν
ὁ πᾶς ἀριθμὸς ἐς τριακάδας δέκα ναῶν, δεκὰς δ᾽ ἦν τῶνδε χωρὶς ἔκκριτος·
Ξέρξῃ δέ, καὶ γὰρ οἶσθα, χιλιὰς μὲν ἦν ὧν ἦγε πλῆθος, αἱ δ᾽ ὑπέρκοποι τάχει
ἑκατὸν δὶς ἦσαν ἑπτά θ᾽· ὧδ᾽ ἔχει λόγος. μή σοι δοκοῦμεν τῇδε λειφθῆναι μάχῃ;»

[337-344] ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: «Αν ήταν απ’ τον αριθμό, να ξέρεις, θα κέρδιζαν οι βάρβαροι. Γιατί όλα κι όλα τα ελληνικά καράβια ήταν τριακόσια . Κοντά σε αυτά, ήταν και δέκα ακόμη επίλεκτα. Ενώ, το ξέρω, ο Ξέρξης οδηγούσε χίλια καράβια και διακόσια εφτά γοργόπλοια. Να τη η αναλογία. Θαρρείς γι' αυτήν πως χάσαμε τη μάχη; Όχι, καθόλου.»

Αισχύλος, Πέρσες, μτφρ. Μουλλάς Π., 2009

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής

[13.1] «Ἅμα δ᾽ ἡμέρᾳ Ξέρξης μὲν ἄνω καθῆστο, τὸν στόλον ἐποπτεύων καὶ τὴν παράταξιν, ὡς μὲν Φανόδημός φησιν ὑπὲρ τὸ Ἡράκλειον, ᾗ βραχεῖ πόρῳ διείργεται τῆς Ἀττικῆς ἡ νῆσος, ὡς δ᾽ Ἀκεστόδωρος ἐν μεθορίᾳ τῆς Μεγαρίδος ὑπὲρ τῶν καλουμένων Κεράτων, χρυσοῦν δίφρον θέμενος καὶ γραμματεῖς πολλοὺς παραστησάμενος, ὧν ἔργον ἦν ἀπογράφεσθαι τὰ κατὰ τὴν μάχην πραττόμενα».

[13.1] «Μόλις ξημέρωσε, ο Ξέρξης κάθισε πάνω σ᾽ ένα ύψωμα, για να επιβλέπει το στόλο και την παράταξή του. Αυτό το ύψωμα, όπως λέει ο Φανόδημος, βρισκόταν πιο πάνω από το ναό του Ηρακλή, εκεί όπου το νησί της Σαλαμίνας χωρίζεται μ᾽ ένα μικρό πέραμα από την Αττική· ο Ακεστόδωρος όμως νομίζει πως ήταν στα μεθόρια της Μεγαρίδας, πιο πάνω από την τοποθεσία που λέγεται «Κέρατα». Εκεί ο Ξέρξης έστησε ένα χρυσό θρόνο για να κάθεται και τοποθέτησε κοντά του πολλούς γραμματικούς, για να καταγράφουν όσα θα γίνονταν κατά τη ναυμαχία».

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, μτφρ. Οικονόμου Μιχ. Χ., 1965

Αισχύλος, Πέρσες

[465-470] ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: «Ξέρξης δ᾽ ἀνῴμωξεν κακῶν ὁρῶν βάθος·
ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ,
ὑψηλὸν ὄχθον ἄγχι πελαγίας ἁλός·
ῥήξας δὲ πέπλους κἀνακωκύσας λιγύ,
πεζῷ παραγγείλας ἄφαρ στρατεύματι,
ἵησ᾽ ἀκόσμῳ ξὺν φυγῇ».

[465-470] ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: «Κι ο Ξέρξης βγάζει μια κραυγή σπαραχτική αντικρίζοντας το βάθος του κακού (γιατί είχε πάρει θέση σε ψηλού λόφου την κορφή, κοντά στο κύμα, για να μπορεί το στράτευμα όλο να εποπτεύει). Και σκίζοντας τη φορεσιά του κλαίει, στριγγλίζει, και ξαφνικά, δίνοντας πρόσταγμα στο πεζικό του, ρίχνεται σε άταχτη φυγή».

Αισχύλος, Πέρσες, μτφρ. Μουλλάς Π., 2009.

Ναυπηγική

Αισχύλος, Πέρσες

[278-9] ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: «οὐδὲν γὰρ ἤρκει τόξα, πᾶς δ᾽ ἀπώλλυτο
στρατὸς δαμασθεὶς ναΐοισιν ἐμβολαῖς».

[278-9] ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ: «Γιατί ήταν τα τόξα μας ανήμπορα. Ο στρατός μας όλος δαμάστηκε από τα έμβολα των καραβιών και πάει».

Αισχύλος, Πέρσες, μτφρ. Μουλλάς Π., 2009.

Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία

[46.1] «Ἐπιμελεῖται δὲ καὶ τῶν πεποιημένων τριήρων καὶ τῶν σκευῶν καὶ τῶν νεωσοίκων, καὶ ποιεῖται καινὰς 〚δὲ〛 τριήρεις ἢ τετρήρεις, ὁποτέρας ἂν ὁ δῆμος χειροτονήσῃ, καὶ σκεύη ταύταις καὶ νεωσοίκους· χειροτονεῖ δ´ ἀρχιτέκτονας ὁ δῆμος ἐπὶ τὰς ναῦς. ἂν δὲ μὴ παραδῶσιν ἐξειργασμένα ταῦτα τῇ νέᾳ βουλῇ, τὴν δωρεὰν οὐκ ἔστιν αὐτοῖς λαβεῖν· ἐπὶ γὰρ τῆς ὕστερον βουλῆς λαμβάνουσιν. ποιεῖται δὲ τὰς τριήρεις, δέκα ἄνδρας ἐξ αὑτῆς ἑλομένη τριηροποιούς».

[46.1] «Ακόμη, η Βουλή φροντίζει και για τις τριήρεις που έχουν ήδη κατασκευαστεί, για τον εξοπλισμό και τους ναυστάθμους, και κατασκευάζει καινούριες τριήρεις ή τετρήρεις, ό,τι από τα δύο ψηφίσει ο λαός, και τον εξοπλισμό και τους ναυστάθμους τους, Αυτοί οι ναυπηγοί που αναλαμβάνουν την κατασκευή των πλοίων ορίζονται από το λαό, με ψηφοφορία. Αν η απερχόμενη Βουλή δεν τα παραδώσει όλα αυτά ολοκληρωμένα στην επόμενη, οι ναυπηγοί δεν μπορούν να λάβουν τη δωρεά, η οποία περνάει στους επόμενους».

Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, μτφρ. Μπάλλα Χ., 2015.

Η Εδραίωση της Δημοκρατίας

Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία

[22.3-4] «ἔτει δὲ μετὰ ταῦτα δωδεκάτῳ νικήσαντες τὴν ἐν Μαραθῶνι μάχην, ἐπὶ Φαινίππου ἄρχοντος, διαλιπόντες ἔτη δύο μετὰ τὴν νίκην, θαρροῦντος ἤδη τοῦ δήμου, τότε πρῶτον ἐχρήσαντο τῷ νόμῳ τῷ περὶ τὸν ὀστρακισμόν, ὃς ἐτέθη διὰ τὴν ὑποψίαν τῶν ἐν ταῖς δυνάμεσιν, ὅτι Πεισίστρατος δημαγωγὸς καὶ στρατηγὸς ὢν τύραννος κατέστη καὶ πρῶτος ὠστρακίσθη τῶν ἐκείνου συγγενῶν Ἵππαρχος Χάρμου Κολλυτεύς, δι᾽ ὃν καὶ μάλιστα τὸν νόμον ἔθηκεν ὁ Κλεισθένης, ἐξελάσαι βουλόμενος αὐτόν. οἱ γὰρ Ἀθηναῖοι τοὺς τῶν τυράννων φίλους, ὅσοι μὴ συνεξαμαρτάνοιεν ἐν ταῖς ταραχαῖς, εἴων οἰκεῖν τὴν πόλιν, χρώμενοι τῇ εἰωθυίᾳ τοῦ δήμου πρᾳότητι: ὧν ἡγεμὼν καὶ προστάτης ἦν Ἵππαρχος».

[22.3-4] «Και κατά το δωδέκατο έτος ύστερα από αυτά, έχοντας νικήσει στη μάχη του Μαραθώνα, όταν επώνυμος άρχοντας ήταν ο Φαίνιππος (490/489), και έχοντας αφήσει να περάσουν δύο χρόνια από τη νίκη (488/487), και αφού πια ο απλός λαός είχε αποκτήσει αυτοπεποίθηση, τότε για πρώτη φορά έθεσαν σε εφαρμογή τον νόμο για τον οστρακισμό, ο οποίος θεσπίστηκε λόγω της καχυποψίας που υπήρχε για ανθρώπους που είχαν πολιτική δύναμη, καθώς ο Πεισίστρατος είχε γίνει τύραννος όντας αρχηγός του λαού και στρατηγός. Και πρώτος, λοιπόν, οστρακίστηκε ένας από τους συγγενείς του, ο Ίππαρχος, γιος του Χάρμου από το δήμο του Κολλυτού, για τον οποίο κυρίως είχε θεσπίσει τον νόμο ο Κλεισθένης, επειδή ήθελε να τον εξορίσει. Γιατί όσους φίλους των τυράννων δεν συμμετείχαν στις ταραχές οι Αθηναίοι τους άφηναν να ζουν στην πόλη, εφαρμόζοντας την πραότητα που συνήθως διακρίνει τη δημοκρατία. Αρχηγός και ηγέτης τους ήταν ο Ίππαρχος».

Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, μτφρ. Μπάλλα Χ., 2015.

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής

[22.4] «Τὸν μὲν οὖν ἐξοστρακισμὸν ἐποιήσαντο κατ᾽ αὐτοῦ, κολούοντες τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν ὑπεροχήν, ὥσπερ εἰώθεσαν ἐπὶ πάντων οὓς ᾤοντο τῇ δυνάμει βαρεῖς καὶ πρὸς ἰσότητα δημοκρατικὴν ἀσυμμέτρους εἶναι».

[22.4] «Τον εξοστρακισμό λοιπόν του Θεμιστοκλή τον αποφάσισαν οι Αθηναίοι, θέλοντας να περιορίσουν την πολιτική δύναμη και την υπεροχή του, όπως συνήθιζαν να κάνουν για όλους εκείνους που νόμιζαν ότι αποχτούσαν δύναμη μεγάλη και ασυμβίβαστη προς την ισότητα που απαιτεί η δημοκρατία».

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, μτφρ. Οικονόμου Μ. Χ, 1965.

Καταστροφή και Αναγέννηση της Πόλης

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 8

[8.50.1] «ταῦτα τῶν ἀπὸ Πελοποννήσου στρατηγῶν ἐπιλεγομένων ἐληλύθεε ἀνὴρ Ἀθηναῖος ἀγγέλλων ἥκειν τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικὴν καὶ πᾶσαν αὐτὴν πυρπολέεσθαι».

[8.50.1] «Έτσι επιχειρηματολογούσαν οι στρατηγοί των Πελοποννησίων, όταν ήρθε στρατιώτης Αθηναίος αναγγέλλοντας ότι oι βάρβαροι έφτασαν στην Αττική κι η χώρα απ᾽ άκρη σ᾽ άκρη παραδόθηκε στις φλόγες».

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, μτφρ. Σπυρόπουλος Η., 1995.

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής

[10.8] «Ἐκπλεούσης δὲ τῆς πόλεως τοῖς μὲν οἶκτον τὸ θέαμα, τοῖς δὲ θαῦμα τῆς τόλμης παρεῖχε, γενεὰς μὲν ἄλλῃ προπεμπόντων, αὐτῶν δ᾽ ἀκάμπτων πρὸς οἰμωγὰς καὶ δάκρυα γονέων καὶ περιβολὰς διαπερώντων εἰς τὴν νῆσον».

[10.8] «Το θέαμα των πολιτών που έμπαιναν στα καράβια και έφευγαν, σε άλλους προκαλούσε θλίψη και σε άλλους θαυμασμό για την τόλμη των ανθρώπων αυτών, Πλούταρχος, που έστελναν κατευοδώνοντας τις οικογένειές τους μακριά, σε άλλο μέρος, ενώ αυτοί, άκαμπτοι στις οιμωγές και τα δάκρυα και τα αγκαλιάσματα των γονιών τους, τραβούσαν αντίκρυ, προς το νησί».

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, μτφρ. Οικονόμου Μ. Χ., 1965.

Αισχύλος, Πέρσες

[809-12] ΔΑΡΕΙΟΣ:
«οἳ γῆν μολόντες Ἑλλάδ᾽ οὐ θεῶν βρέτη
ᾐδοῦντο συλᾶν οὐδὲ πιμπράναι νεώς·
βωμοὶ δ᾽ ἄιστοι, δαιμόνων θ᾽ ἱδρύματα
πρόρριζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων».

[809-12] ΔΑΡΕΙΟΣ: «Γιατί δεν ντράπηκαν, στη γη σαν ήρθαν των Ελλήνων, να αρπάζουν τα αγάλματα των θεών και τους ναούς να καίνε, έτσι που γίναν άφαντοι οι βωμοί και γκρεμίστηκαν τα ιερά συθέμελα».

Αισχύλος, Πέρσες, μτφρ. Μουλλάς Π., 2009.

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 8

[8.52.1] «οἱ δὲ Πέρσαι ἱζόμενοι ἐπὶ τὸν καταντίον τῆς ἀκροπόλιος ὄχθον, τὸν Ἀθηναῖοι καλέουσι Ἀρήιον πάγον, ἐπολιόρκεον τρόπον τοιόνδε· ὅκως στυππεῖον περὶ τοὺς ὀϊστοὺς περιθέντες ἅψειαν, ἐτόξευον ἐς τὸ φράγμα. ἐνθαῦτα Ἀθηναίων οἱ πολιορκεόμενοι ὅμως ἠμύνοντο, καίπερ ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ ἀπιγμένοι καὶ τοῦ φράγματος προδεδωκότος».

[8.52.1] «Κι οι Πέρσες εγκαταστάθηκαν στο ύψωμα που βρίσκεται απέναντι απ᾽ την Ακρόπολη κι οι Αθηναίοι το ονομάζουν Άρειο Πάγο, και πολεμούσαν τους πολιορκημένους με τον ακόλουθο τρόπο: τύλιγαν τα βέλη με στουπιά, τους έδιναν φωτιά κι αμέσως τα έριχναν με τα τόξα πάνω στον φράχτη. Και μ᾽ όλ᾽ αυτά τότε οι Αθηναίοι που τους πολιορκούσε ο εχθρός κρατούσαν άμυνα, κι ας είχαν φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, κι ας τους είχε προδώσει ο φράχτης τους».

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, μτφρ. Σπυρόπουλος Η., 1995.

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 8

[8.52.2] «οὐδὲ λόγους τῶν Πεισιστρατιδέων προσφερόντων περὶ ὁμολογίης ἐνεδέκοντο, ἀμυνόμενοι δὲ ἄλλα τε ἀντεμηχανῶντο καὶ δὴ καὶ προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν, ὥστε Ξέρξην ἐπὶ χρόνον συχνὸν ἀπορίῃσι ἐνέχεσθαι οὐ δυνάμενόν σφεας ἑλεῖν».

[8.52.2] «Κι ούτε ν᾽ ακούσουν τις προτάσεις που τους έκαναν οι Πεισιστρατίδες για συνθηκολόγηση, αλλά κρατώντας άμυνα αντιπαράταξαν κι άλλες επινοήσεις και προπάντων ετούτη: την ώρα που οι βάρβαροι πλησίαζαν στις πύλες, αμολούσαν στρογγυλά λιθάρια, έτσι που τον Ξέρξη για πολλές ώρες να τον ζώνει αμηχανία, καθώς δεν μπορούσε να τους κυριέψει».

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, μτφρ. Σπυρόπουλος Η., 1995.

Hρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 8

[8.53.1] «χρόνῳ δ᾽ ἐκ τῶν ἀπόρων ἐφάνη δή τις ἔσοδος τοῖσι βαρβάροισι· ἔδεε γὰρ κατὰ τὸ θεοπρόπιον πᾶσαν τὴν Ἀττικὴν τὴν ἐν τῇ ἠπείρῳ γενέσθαι ὑπὸ Πέρσῃσι. ἔμπροσθε ὦν τῆς ἀκροπόλιος, ὄπισθε δὲ τῶν πυλέων καὶ τῆς ἀνόδου, τῇ δὴ οὔτε τις ἐφύλασσε οὔτ᾽ ἂν ἤλπισε μή κοτέ τις κατὰ ταῦτα ἀναβαίη ἀνθρώπων, ταύτῃ ἀνέβησάν τινες κατὰ τὸ ἱρὸν τῆς Κέκροπος θυγατρὸς Ἀγλαύρου, καίπερ ἀποκρήμνου ἐόντος τοῦ χώρου».

[8.53.1] «Κάποια ώρα όμως οι βάρβαροι μες στην αμηχανία τους ανακάλυψαν τέλος πάντων κάποια είσοδο· γιατί, σύμφωνα με τον χρησμό του θεού, έπρεπε όλη η στεριά της Αττικής να πέσει στα χέρια των Περσών. Λοιπόν από τη μεριά της Ακρόπολης που βλέπει στην πόλη, και που βρίσκεται στο αντίθετο μέρος από τις πύλες και τον ανηφορικό δρόμο που φέρνει στο ναό, όπου κανένας δε φρουρούσε ούτε θα το περίμενε ποτέ, εκεί όπου βρίσκεται ο ναός της Αγλαύρου, της θυγατέρας του Κέκροπος, αποκεί ανέβηκαν μερικοί, κι ας ήταν ο τόπος γκρεμός».

Hρόδοτος, Ιστορίαι, μτφρ. Σπυρόπουλος Η., 1995.

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 8

[8.53.2] «ὡς δὲ εἶδον αὐτοὺς ἀναβεβηκότας οἱ Ἀθηναῖοι [ἐπὶ τὴν ἀκρόπολιν], οἱ μὲν ἐρρίπτεον ἑωυτοὺς κατὰ τοῦ τείχεος κάτω καὶ διεφθείροντο, οἱ δὲ ἐς τὸ μέγαρον κατέφευγον. τῶν δὲ Περσέων οἱ ἀναβεβηκότες πρῶτον μὲν ἐτράποντο πρὸς τὰς πύλας, ταύτας δὲ ἀνοίξαντες τοὺς ἱκέτας ἐφόνευον· ἐπεὶ δέ σφι πάντες κατέστρωντο, τὸ ἱρὸν συλήσαντες ἐνέπρησαν πᾶσαν τὴν ἀκρόπολιν».

[8.53.2] «Κι όταν οι Αθηναίοι τους είδαν να έχουν ανεβεί, άλλοι έπεφταν από το τείχος κάτω στο γκρεμό και σκοτώνονταν κι άλλοι κατέφευγαν στο σηκό του ναού. Κι οι Πέρσες που είχαν ανεβεί πρώτα τράβηξαν γραμμή προς τις πύλες κι αφού τις άνοιξαν σκότωναν τους ικέτες της θεάς· κι όταν όλους τους έστρωσαν καταγής, σύλησαν το ναό και παρέδωσαν στις φλόγες όλη την Ακρόπολη».

Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο 8, μτφρ. Σπυρόπουλος Η., 1995.

Επιγραφές

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής

[10.4-5] «κρατήσας δὲ τῇ γνώμῃ ψήφισμα γράφει, τὴν μὲν πόλιν παρακαταθέσθαι τῇ Ἀθηνᾷ τῇ Ἀθηνῶν μεδεούσῃ, τοὺς δ᾽ ἐν ἡλικίᾳ πάντας ἐμβαίνειν εἰς τὰς τριήρεις, παῖδας δὲ καὶ γυναῖκας καὶ ἀνδράποδα σῴζειν ἕκαστον ὡς ἂν δύνηται. κυρωθέντος δὲ τοῦ ψηφίσματος οἱ πλεῖστοι τῶν Ἀθηναίων ὑπεξέθεντο γενεὰς καὶ γυναῖκας εἰς Τροιζῆνα,φιλοτίμως πάνυ τῶν Τροιζηνίων ὑποδεχομένων·».

[10.4-5] «Και όταν υπερίσχυσε η γνώμη του, υποβάλλει στην εκκλησία του δήμου την πρόταση: να εμπιστευτούν την πόλη στην Αθηνά που είναι προστάτισσά της, και όλοι όσοι έχουν τη στρατεύσιμη ηλικία να μπουν στα πλοία και να προσπαθεί ο καθένας με όποιον τρόπο μπορεί να διασώσει τα παιδιά, τις γυναίκες και τους δούλους. Όταν η πρόταση αυτή εγκρίθηκε, οι περισσότεροι από τους Αθηναίους έφεραν γι᾽ ασφάλεια τα παιδιά και τις γυναίκες τους στην Τροιζήνα, όπου οι κάτοικοι τα δέχονταν με μεγάλη προθυμία.».

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής, μτφρ. Οικονόμου Μ. Χ., 1965.

Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία

[23.5] «διὸ καὶ τοὺς φόρους οὗτος ἦν ὁ τάξας ταῖς πόλεσιν τοὺς πρώτους, ἔτει τρίτῳ μετὰ τὴν ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχίαν, ἐπὶ Τιμοσθένους ἄρχοντος».

[23.5] «Για τον λόγο αυτό επίσης ο Αριστείδης ήταν εκείνος που όρισε για πρώτη φορά τους φόρους που έπρεπε να καταβάλλουν οι συμμαχικές πόλεις, τον τρίτο χρόνο ύστερα από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, όταν άρχοντας ήταν ο Τιμοσθένης (478/477)».

Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία, μτφρ. Μπάλλα Χ., 2015.

Ανασκαφές

Αισχύλος, Πέρσες

[809-812] ΔΑΡΕΙΟΣ:
«οἳ γῆν μολόντες Ἑλλάδ᾽ οὐ θεῶν βρέτη
ᾐδοῦντο συλᾶν οὐδὲ πιμπράναι νεώς·
βωμοὶ δ᾽ ἄιστοι, δαιμόνων θ᾽ ἱδρύματα
πρόρριζα φύρδην ἐξανέστραπται βάθρων».

[809-812] ΔΑΡΕΙΟΣ: «Γιατί δεν ντράπηκαν, στη γη σαν ήρθαν των Ελλήνων, να αρπάζουν τα αγάλματα των θεών και τους ναούς να καίνε, έτσι που γίναν άφαντοι οι βωμοί και γκρεμίστηκαν τα ιερά συθέμελα».

Αισχύλος, Πέρσες, μτφρ. Μουλλάς Π., 2009.

Για βέλτιστη εμπειρία
περιήγησης γυρίστε
οριζόντια την οθόνη

For optimal browsing
experience please rotate
your device